ασφαλιστικός

ασφαλιστικός
-ή, -ό
1. αυτός με τον οποίο ασφαλίζεται κανείς, αυτός που μπορεί να προφυλάξει κάποιον από τον κίνδυνο ή να προλάβει μία βλάβη ή ένα ατύχημα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ασφάλεια ζωής ή περιουσίας
3. «ασφαλιστικές διατάξεις» — οι διατάξεις που έχουν σκοπό την πρόληψη, αποσόβηση ή επανόρθωση αδικίας ή παράνομων ενεργειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασφαλιστικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με την ασφάλεια κάποιου (προσώπου ή πράγματος): Η ασφαλιστική εταιρεία που εργάζεσαι είναι η μεγαλύτερη της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ΙΚΑ — (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Ενιαίος αυτοδιοικούμενος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάθε είδους ιδρύματα –ακόμα και δημόσια με σύμβαση… …   Dictionary of Greek

  • ασφαλιστήριος — ον και ος, α, ο αυτός μέσω του οποίου γίνεται η ασφάλιση, ο ασφαλιστικός («ασφαλιστήριο συμβόλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλιστής. Η λ. στον πληθ., ασφαλιστήρια, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • πυρασφαλιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρασφάλεια («πυρασφαλιστική εταιρεία» εταιρεία που ασχολείται με τις ασφάλειες στις περιπτώσεις ατυχημάτων που προξενούνται από πυρκαγιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ασφαλιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

  • χλοοτάπητας — ο, Ν βοτ. χλόη, δηλαδή πυκνή ποώδης χαμηλή βλάστηση, που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό κήπων, πάρκων και άλλων χώρων ή ως ασφαλιστικός τάπητας γηπέδων για την προστασία τών παικτών κατά τις πτώσεις, αλλ. χλωροτάπητας ή χορτοτάπητας, κν.… …   Dictionary of Greek

  • κατοχυρωτικός — ή, ό ασφαλιστικός, αυτός που κατοχυρώνει: Αυτός είναι κατοχυρωτικός νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”